- ἰσχαδοφάγος
- ἰσχᾰδο-φάγος [φᾰ], ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισχαδοφάγος — ἰσχαδοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + φάγος (< θ. φαγ τού ρ. ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκο φάγος φυτο φάγος] … Dictionary of Greek
ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και … Dictionary of Greek